- συμμεριστής
- συμμεριστήςsharermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμεριστής — ο, ΜΑ, και θηλ. συμμερίστρια Α [συμμερίζω/ ομαι] αυτός που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος … Dictionary of Greek
συμμερισταί — συμμεριστής sharer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεριστήν — συμμεριστής sharer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεριστάς — συμμεριστά̱ς , συμμεριστής sharer masc acc pl συμμεριστά̱ς , συμμεριστής sharer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμερίστρια — ἡ, Α βλ. συμμεριστής … Dictionary of Greek
συμμερίτης — ὁ, ΜΑ συμμεριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μερίτης «μέτοχος, συμμέτοχος»] … Dictionary of Greek
ԲԱԺԱՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 422 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ա. μεριστής, συμμεριστής particeps, divisor, ἱσόμοιρος equalem partem habens Կցորդ բաժնի, կամ բաժանեալ իրի. մասնակից, հաղորդ, հասարակորդ. ընկեր. ... *Որ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)